λειτουργιά

λειτουργιά
Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους πλουσιότερους πολίτες του. Δηλαδή οι πολίτες που διέθεταν περιουσίες μεγαλύτερες των τριών ταλάντων έπρεπε να εκτελούν διάφορες υπηρεσίες, όπως η χορηγία, η οποία συμπεριλάμβανε τη συγκρότηση χορού για τις δημόσιες γιορτές, και η γυμνασιαρχία, που επέβαλε την υποχρέωση να εκπαιδεύονται στα γυμνάσια οι διαγωνιζόμενοι σε γυμναστικούς αγώνες. Η γυμνασιαρχία περιλάμβανε και τη φροντίδα για τη διευθέτηση και τον στολισμό της σκηνής όπου θα λάμβανε χώρα ο αγώνας. Επίσης, η λαμπαδαρχία προϋπέθετε την προμήθεια υλικού για μια λαμπαδηφορία, η οποία κάποτε –σύμφωνα με τον Λυσία– στοίχιζε δώδεκα μνας. Άλλη λ. ήταν η αρχιθεωρία, η αντιπροσωπεία δηλαδή που αποστελλόταν στις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές ή στη Δήλο και σε άλλους ιερούς τόπους. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος κάλυπτε ένα μέρος από τα έξοδα. Ωστόσο, η πιο δαπανηρή ήταν η τριηραρχία, η οποία ήταν έκτακτη και αναγκαία μόνο σε πολεμικές περιόδους. Απαιτούσε τον εξοπλισμό μιας τριήρους και ήταν καθήκον με το οποίο επιφορτίζονταν οι πολύ πλούσιοι. Αυτός που αναλάμβανε τον εξοπλισμό ονομαζόταν τριήραρχος και η υπηρεσία του διαρκούσε έναν χρόνο. Υπήρχε μάλιστα και ένα συμβούλιο, οι επιμελητές του νεωρίου, που επέβλεπε τη σωστή εκπλήρωση των καθηκόντων των τριηραρχών. Κανείς όμως δεν ήταν υποχρεωμένος να αναλάβει περισσότερες από μία λ. κάθε φορά, ή δύο σε δύο διαδοχικά χρόνια. Τα μόνα πρόσωπα που εξαιρούνταν από την τριηραρχία ήταν οι άρχοντες και τα ορφανά έως το τέλος του πρώτου έτους μετά την ενηλικίωσή τους. Σε περίπτωση που κάποιος θεωρούσε ότι είχε επιλεγεί άδικα για το συγκεκριμένο καθήκον, ενώ υπήρχε πλουσιότερος πολίτης, μπορούσε να προκαλέσει την ανταλλαγή της περιουσίας του με τον τελευταίο· αυτή η πράξη ονομαζόταν αντίδοσις. Βλ. λ. αντίδοση. (Χριστιαν.) Στη χριστιανική θρησκεία, λ. ονομάζεται η τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και σπανιότερα κάθε είδους ιεροπραξία. Τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας συνέπιπτε με τις αγάπες το βράδυ, αργότερα όμως αποσπάστηκε από το δείπνο και τοποθετήθηκε τις πρωινές ώρες. Η λ., σύμφωνα με το λειτουργικό τυπικό, διακρινόταν στη λ. των κατηχουμένων και στη λ. των πιστών. Η λ. των κατηχουμένων άρχιζε με δοξολογία και τελείωνε με την ανάγνωση ιερών κειμένων, ύστερα από την οποία ακολουθούσε δέηση και, παλαιότερα, οι κατηχούμενοι απομακρύνονταν για να ξεκινήσει εκείνη των πιστών. Η έναρξη της τελευταίας περιλάμβανε χερουβικά και γινόταν μεταφορά των τίμιων δώρων από την προσκομιδή στην Αγία Τράπεζα· επίσης γινόταν ο καθαγιασμός των τίμιων δώρων. Σήμερα η λ. των κατηχουμένων έχει καταργηθεί και εκείνη των πιστών έχει προσαρμοστεί στις σύγχρονες ανάγκες του χριστιανισμού.
* * *
και λειτρουγιά, η
1. η εκκλησιαστική λειτουργία
2. ο άζυμος άρτος που προσφέρεται κατά τη Θεία Λειτουργία για να χρησιμοποιηθεί από τον ιερέα για τη Θεία Μετάληψη, η προσφορά, το πρόσφορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λειτουργία με καταβιβασμό τού τόνου. Ο τ. λειτρουργιά με μετάθεση τού -ρ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λειτουργία — λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc/acc dual λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργία — η 1. ενέργεια, εργασία: Η λειτουργία της αγοράς. 2. η ενέργεια των οργάνων του σώματος: Η λειτουργία του εγκεφάλου. 3. η τελετή της Θείας Ευχαριστίας στην εκκλησία: Στη λειτουργία ήταν παρών και ο πρωθυπουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειτουργίᾳ — λειτουργίαι , λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργιά — η ο άρτος για τη Θεία Ευχαριστία, το πρόσφορο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… …   Dictionary of Greek

  • φωτοσύνθεση ή χλωροφυλλική λειτουργία — Σύνολο χημικών αντιδράσεων, που πραγματοποιούνται κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός σε όλα τα πράσινα μέρη του φυτού, δηλαδή στα μέρη που περιέχουν χλωροφύλλη. Η χημική αυτή ουσία μπορεί να πάρει από τον ατμοσφαιρικό αέρα διοξείδιο του… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργίας — λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem acc pl λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργίαι — λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργίαν — λειτουργίᾱν , λειτουργία public service fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”